ἀπήωροι — ἀπήωρος high in air masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απήορος — ἀπήορος κ. ἀπάορος κ. ἀπηόριος κ. ἀπήωρος, ον (Α) [αείρω] 1. αυτός που κρέμεται σε ύψος, που είναι ψηλά 2. (με γενική) αυτός που είναι μακριά από κάτι … Dictionary of Greek